- σωμάτινος
- σωμᾰτ-ῐνος, η, ον, = foreg., Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σωμάτινος — ίνη, ον, Α σωματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
ՄԱՐՄՆԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0229 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c ա. σαρκικός, σάρκινος, ἑνσάρκος , σωματικός, σωμάτινος, ἑνσώματος carnalis, carneus, corporalis, corporeus եւ incarnatus, corporatus Ունօղ զմարմին.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՄԱՐՄՆԵՂԷՆ — (ղինի, նաց.) NBH 2 0229 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c ա. σάρκινος carneus σωμάτινος corporeus. Մարմնային. մարմնական. մարմնաւոր. եւ Մսեղէն. *Սիրտ մարմնեղէն: Բազուկք մարմնեղէնք: Ի տախտակս սրտի մարմնեղէնս. Եզեկ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)